- αναισιμώ
- ἀναισιμῶ (-όω) (Α)1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι«πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος.ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα].
Dictionary of Greek. 2013.