αναισιμώ

αναισιμώ
ἀναισιμῶ (-όω) (Α)
1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ
2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό
3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι
«πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος.
ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ἀναισιμῶ — ἀναισιμόω use up pres subj act 1st sg (ionic) ἀναισιμόω use up pres ind act 1st sg (doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναίσιμος — ἀναίσιμος, ον (Α) αυτός που δεν αρμόζει, απρεπής, ανάρμοστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν στερ. + αἴσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισιμῶ] …   Dictionary of Greek

  • αναισίμωμα — ἀναισίμωμα, το (Α) [ἀναισιμῶ] αυτό που καταναλίσκεται, που ξοδεύεται, η δαπάνη …   Dictionary of Greek

  • καταναισιμώ — καταναισιμῶ, όω (Α) χρησιμοποιώ υπερβολικά κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀναισιμῶ «χρησιμοποιώ»] …   Dictionary of Greek

  • προαναισιμώ — όω, Α δαπανώ εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ἀναισιμῶ «δαπανώ, καταναλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • προσαναισιμούμαι — όομαι, Α δαπανώμαι, καταναλώνομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀναισιμῶ «ξοδεύω, καταναλίσκω»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”